γκαρίζω

γκαρίζω
αμετ.
1) реветь (об осле); 2) кричать, орать (о человеке);

§ άς τον να γκαρίζει — не обращай внимания, не слу шай его, пусть себе кричит


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "γκαρίζω" в других словарях:

  • γκαρίζω — 1 γκάρισα βλ. πίν. 33 2 γκάριξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γκαρίζω — (Α ὀγκῶμαι) 1. (για γαϊδούρια) φωνάζω 2. φωνάζω δυνατά ή τραγουδώ με παραφωνίες 3. φρ. «ας τον να γκαρίζει» μη δίνεις καμιά σημασία στα λόγια του ή στις φωνές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ογκαρίζω (μαρτυρείται διαλεκτικώς), με αποκοπή τού αρχικού φωνήεντος …   Dictionary of Greek

  • γκαρίζω — γκάρισα 1. (για τα γαϊδούρια), βγάζω δυνατή φωνή, ογκανίζω. 2. μτφ., φωνάζω δυνατά: Μην γκαρίζεις έτσι, θα ξυπνήσεις το μωρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ογκανίζω — γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκῶμαι (πρβλ. μουγκανίζω)] …   Dictionary of Greek

  • κατογκώμαι — κατογκῶμαι, άομαι (Μ) (για όνο) γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀγκῶμαι (για όνο) «γκαρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ογκαρίζω — ὀγκαρίζω (Α) ογκανίζω, γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. τού ὀγκῶμαι* (βλ. και λ. γκαρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • προογκώμαι — άομαι, Α (για γάιδαρο) γκαρίζω προηγουμένως, προαναγγέλλω γκαρίζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὀγκῶμαι «γκαρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συνογκώμαι — άομαι, A γκαρίζω κι εγώ μαζί («ὄνῳ δὲ τίς προθυμεῑται συμπαίζειν ἤ συνογκᾱσθαι», Αρρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀγκῶμαι «γκαρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • Όγκα — Ὄγκα, ἡ (Α) ονομασία τής Αθηνάς στη Θήβα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ρ. ὀγκῶμαι «γκαρίζω». Αναφέρεται ότι η προσωνυμία αυτή δόθηκε στην Αθηνά από τους ογκηθμούς που έβγαζε μεταμορφωμένη σε βόδι] …   Dictionary of Greek

  • αγκανίζω — γκανίζω*, γκαρίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθετ. + γκανίζω] …   Dictionary of Greek

  • βρωμώμαι — (I) βρωμῶμαι ( άομαι) (Α) γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, με εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας και κλίση σε άω]. (II) βρωμῶμαι ( άομαι) (Α) [βρώμος (II)] αναδίδω κακοσμία, βρομάω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»